- στεγανόμιον
- στεγανόμιονroom-rentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεγανόμιον — και στεγονόμιον, τὸ, ΜΑ [στεγανόμος] 1. ενοίκιο, μίσθωμα οικίας 2. (κατά τον Ευστ.) α) «ὁ τόπος ἐν ᾧ ἑστιῶνται» β) «παρ Ἀττικοῑς μισθὸς τοῡ πανδοχείου» … Dictionary of Greek
στεγονόμιον — τὸ, Α βλ. στεγανόμιον … Dictionary of Greek